ακαρής

ακαρής
ἀκαρὴς (-οῡς), -ὲς (Α)
1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει)
2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος
«ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244)
«ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή, ακαριαία
3. παρά τρίχα, σχεδόν, παρά λίγο
«ἀκαρὴς παραπόλωλας» (Μένανδρος απ. 226)
4. (ουδ. πληθ. επιρρηματικώς, χωρίς ν' αναφέρεται σε χρόνο) καθόλου, ούτε τόσο δα
«οὐκ ἀπολαύσεις τοῡ ὃ φέρεις ἀκαρῆ» (Αριστοφ. Σφ. 701)
5. (ουσιαστ.) τὸ ἀκαρές
δαχτυλίδι για το μικρό δάχτυλο τού χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκαρὴς είχε συνδεθεί ήδη από τους αρχ. γραμματικούς με τον τ. ἐκάρην, παθητ. αόρ. β' τού ρ. κείρω «περικόπτω, κουρεύω» — πρβλ. Ησύχ. «ἀκαρής·... τὸ βραχύ, ὃ οὐδὲ χεῖραι οἷόντε». Η άποψη αυτή ισχύει ώς σήμερα
πρβλ. και το σχήμα ἐμίγην > -μιγής.
ΠΑΡ. ακαριαίος, άκαρι, αρχ. ἀκαρέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκαρής — too short to be cut masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρῆ — ἀκαρής too short to be cut neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκαρής too short to be cut masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκαρής too short to be cut masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρεῖ — ἀκαρής too short to be cut masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκαρής too short to be cut masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρεῖς — ἀκαρής too short to be cut masc/fem acc pl ἀκαρής too short to be cut masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρές — ἀκαρής too short to be cut masc/fem voc sg ἀκαρής too short to be cut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαροῦς — ἀκαρής too short to be cut masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρέως — ἀκαρής too short to be cut adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρῶν — ἀκαρής too short to be cut masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρῶς — ἀκαρής too short to be cut adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • корный — коротенький, куцый , корнать, укр. корний, цслав. крънъ ὠτότμητος, сербохорв. кр̑н, крна ж., словен. kr̀n изуродованный , чеш. krniti кастрировать , krněti, слвц. krniеt᾽ мельчать . Ср. русск. корноухий, корнокрылый, корнохвостый, корнорукий,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”